"Σε έκθεση που συνέταξε το Ινστιτούτο Brookings, να γίνεται σύγκριση μεταξύ Χιλής και Ελλάδας. Η έκθεση καταλήγει σε ένα βασικό συμπέρασμα, αφού επισημαίνει ότι η Χιλή, μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος, κατάφερε να θεσπίσει ισχυρούς κανονιστικούς θεσμούς, να αναπτύξει την οικονομία και να καθιερώσει την έννοια της διαφάνειας. Στην Ελλάδα, όμως, δυστυχώς, δεν συνέβη αυτό, αλλά το Ινστιτούτο Brookings πιστεύει ότι θα μπορούσαμε, μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και διαφάνειας, να εξοικονομήσουμε περί το 4% -8% του ΑΕΠ ετησίως".
Πρωτίστως, να δηλώσω ότι η Ελλάδα αναλαμβάνει και φέρει την ευθύνη να διαχειριστεί τη δική της κρίση. Θα προσέθετα, μάλιστα, ότι η Ελλάδα δεν είναι μια χώρα φτωχή. Διαθέτει τεράστιες δυνατότητες, αλλά έτυχε κακοδιαχείρισης και αυτό είναι ζήτημα διακυβέρνησης.
Το ζήτημα είναι υψίστως πολιτικό. Αποτελεί ζήτημα δομών και θεσμών. Επικρατούσε ένα πελατειακό σύστημα, έλλειψη διαφάνειας, σπατάλη, ένας υδροκέφαλος δημόσιος τομέας, μία ελλειμματική συνδρομή σε θέματα ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης και, μάλιστα, σε τομείς στους οποίους διαθέταμε το συγκριτικό πλεονέκτημα.
Επίσης, παρατηρούνταν φαινόμενα διαφθορά. Ακόμα και σχετικά πρόσφατα, προ διετίας δηλαδή, ο ΟΟΣΑ, σε έκθεσή του, επεσήμανε ότι οι νοσοκομειακές μας δαπάνες θα περιορίζονταν κατά 30%, αν καταστέλλονταν τα φαινόμενα διαφθοράς στα νοσοκομεία.
Συνεπώς, συμφωνώ με τα όσα είπε ο κ. Pinera, ο Πρόεδρος της Χιλής. Είναι αλήθεια ότι αναλύουμε τα συμπτώματα κάποιες φορές, δηλαδή το χρέος και το έλλειμμα, οι αιτίες όμως είναι βαθύτερες και έγκεινται σε δομές και θεσμούς.
Ο λόγος που το αναφέρω είναι γιατί τυγχάνει, σε έκθεση που συνέταξε το Ινστιτούτο Brookings, να γίνεται σύγκριση μεταξύ Χιλής και Ελλάδας. Η έκθεση καταλήγει σε ένα βασικό συμπέρασμα, αφού επισημαίνει ότι η Χιλή, μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος, κατάφερε να θεσπίσει ισχυρούς κανονιστικούς θεσμούς, να αναπτύξει την οικονομία και να καθιερώσει την έννοια της διαφάνειας. Στην Ελλάδα, όμως, δυστυχώς, δεν συνέβη αυτό, αλλά το Ινστιτούτο Brookings πιστεύει ότι θα μπορούσαμε, μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και διαφάνειας, να εξοικονομήσουμε περί το 4% -8% του ΑΕΠ ετησίως.
Τα ποσοστά αυτά, καθώς και τα αντίστοιχα ποσά, είναι μεγάλα και θα μπορούσαμε να είχαμε αποσοβήσει την κρίση και λύσει το πρόβλημα του χρέους, αν όντως προβαίναμε σε τέτοιου είδους αλλαγές. Και αν είχαμε το χρόνο, τότε θα ήταν και το πρώτο πράγμα που θα κάναμε - και τώρα, αυτό πράττουμε βεβαίως, παράλληλα με όλα τα άλλα, δηλαδή προχωρούμε σε διαρθρωτικές αλλαγές.
Τα διαρθρωτικά προβλήματα αποκάλυψαν την ύπαρξη κάποιων αδυναμιών και, δεδομένου ότι είμαστε μέλος της Ευρωζώνης, ως ένα σημείο, μας εμπόδισαν να διαγνώσουμε σε πρώιμο στάδιο τις αδυναμίες αυτές.
Παράλληλα, όμως, με τη δημοσιονομική προσαρμογή, σημειώσαμε και εντυπωσιακές επιτυχίες. Παρά τα όσα γράφονται στον Τύπο, διότι γνωρίζω ότι κάποιοι αμφιβάλλουν κατά πόσο πετύχαμε τους στόχους μας, εμείς, μέσα σε ένα χρόνο, κατορθώσαμε να μειώσουμε το έλλειμμά μας κατά 5% και κατά 7.2% το πρωτογενές μας έλλειμμα, ενώ για το 2012 προβλέπεται ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος.
Όλα αυτά βεβαίως επιτυγχάνονται, χάρη στα πολύ αυστηρά μέτρα που λάβαμε. Θεωρώ ότι είναι όντως εντυπωσιακά.
Την ίδια στιγμή, προχωρήσαμε σε μείζονος κλίμακας μεταρρυθμίσεις, ενισχύοντας τη διαφάνεια, προχωρώντας σε μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού συστήματος - και μάλιστα, εξ ολοκλήρου - αλλά και σε μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Ακολουθήσαμε το λεγόμενο «σκανδιναβικό μοντέλο», εισάγοντας ένα σύστημα πιο δίκαιης φορολόγησης, όπου εξασφαλίζει την αίσθηση δικαιοσύνης η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, με την οποία τώρα ασχολούμαστε.
Ανοίξαμε 150 κλειστά επαγγέλματα και εφαρμόζουμε προγράμματα που ενισχύουν την προστασία των ανέργων και των φτωχότερων πολιτών, με τρόπο περισσότερο αποτελεσματικό.
Επίσης, διαθέτουμε πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσια περιουσίας, προϋπολογισμού 50 δις ευρώ.
Μέσα σε ένα χρόνο, είδαμε τις πρώτες θετικές ενδείξεις των αλλαγών που υλοποιήσαμε, καθώς είχαμε θετικό πρόσημο του ρυθμού ανάπτυξης το πρώτο τρίμηνο του 2011, όπως και 35% αύξηση των εξαγωγών μας κατά τους πρόσφατους 5-6 μήνες και, μάλιστα, σε σταθερά μηνιαία βάση και μεσοσταθμικά, γεγονός που δείχνει την άμεση ανταπόκριση του ιδιωτικού τομέα.
Ενισχύσαμε την ανταγωνιστικότητα και προσβλέπουμε σε μια καλύτερη χρονιά για την τουριστική βιομηχανία, ενώ ταυτόχρονα βαίνει μειούμενος ο πληθωρισμός.
Είναι άραγε η Ελλάδα μοναδική περίπτωση; Θα κάνω δύο επισημάνσεις στο σημείο αυτό, πρώτα ένα γενικότερο σχόλιο και κατόπιν ένα ειδικότερο, αναφορικά με την Ευρώπη.
Μιας και μιλάμε για διακυβέρνηση, θεωρώ ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στο γεγονός ότι, το 2008 είχαμε κατ' ουσίαν ομόλογα, που κακώς ήταν «ΑΑΑ», ενώ η αγορά λειτουργούσε με ψυχολογία όχλου, οπότε καλλιεργήθηκε ένα αίσθημα ευφορίας με μια φούσκα και, κατόπιν, με κάθε ήσσονα κίνδυνο, άρχισε να κυριαρχεί ο φόβος. Αυτό ακριβώς βλέπουμε και τώρα, στην περίπτωση της Ελλάδας, καθώς ακόμα και ο ελάχιστος κίνδυνος εκτοξεύει τα spreads, γιατί η αγορά αμφισβητεί την ικανότητα δανεισμού της Ελλάδας.
Υπάρχουν όμως και προβλήματα ρύθμισης, καθώς γίνεται λόγος για τα ασφάλιστρα κινδύνου, τα CDS, ενώ ασκούνται τεράστιες κερδοσκοπικές πιέσεις και η Ελλάδα είναι θύμα και όλων αυτών, πέραν των δικών της ευθυνών.
Στα προαναφερθέντα, να προσθέσουμε το γεγονός ότι, σήμερα πια, οι αγορές αντιδρούν πολύ πιο γρήγορα από ό,τι τα πολιτικά συστήματα, στα οποία εμείς ανήκουμε και εργαζόμαστε στο πλαίσιό τους, είτε πρόκειται για τις αντίστοιχες χώρες μας, είτε για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μπορεί και να μην είναι απαραιτήτως κακό αυτό, αλλά αν οι αγορές τελικά επισκιάζουν ή και υπερφαλαγγίζουν την πολιτική διεργασία, τότε το πρόβλημα συνδέεται με τα δημοκρατικά μας πολιτεύματα και υπονομεύει βαθύτατα το αίσθημα εμπιστοσύνης των πολιτών.
Θα προσέθετα ότι ένα ακόμη συστημικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε εμείς, το αντιμετωπίζετε και εσείς, στον ΟΟΣΑ. Πρόκειται για το ζήτημα των ανισοτήτων που παρατηρείται και το οποίο, όπως έχουν ήδη αρκετοί επισημάνει με άρθρα και εκθέσεις, ανάγκασε πολλούς ιδιώτες να προχωρήσουν σε υπέρμετρο δανεισμό, που υπερέβαινε τις οικονομικές τους δυνατότητες, προκειμένου να διατηρήσουν το υπάρχον επίπεδο διαβίωσής τους.
Οι φορολογικοί παράδεισοι και η διαφθορά αποτελούν αναπόσπαστο σκέλος αυτών των ανισοτήτων και συνδέονται με την αδυναμία είσπραξης των φόρων, που τελικά χάνονται χωρίς να καταβληθούν. Και ασφαλώς, εξαιτίας αυτής της ανισότητας, βρίσκεται σε ομηρία ακόμα και το πολιτικό σύστημα.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μερικά σημαντικά συστημικά ερωτήματα, στα οποία επιχειρούμε να απαντήσουμε. Θεωρώ ότι κατορθώσαμε να σημειώσουμε εντυπωσιακή πρόοδο σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, αλλάζοντας κάποιους θεσμούς, αν και από ό,τι φαίνεται οι αγορές δεν ανταποκρίθηκαν και αυτό είναι ένα ζήτημα.
Είδαμε πάντως τι συμβαίνει με το ευρώ, εντός μιας κοινής μεν νομισματικής ένωσης, αλλά εν τη απουσία μιας πραγματικής οικονομικής ένωσης, όπως και ελλείψει ουσιαστικού οικονομικού συντονισμού. Έτσι, παραδείγματος χάριν, βλέπουμε τα spreads σε κάποιες χώρες να εκτινάσσονται στα ύψη, διότι τα προαναφερθέντα αξιολογούνται ως κίνδυνοι, ενώ σε άλλες χώρες δεν παρατηρείται το ίδιο, με αποτέλεσμα το κόστος δανεισμού σε αυτές να είναι χαμηλότερο.
Αυτό, βραχυπρόθεσμα και βεβαίως μακροπρόθεσμα, δυσχεραίνει ιδιαιτέρως την ανταγωνιστικότητα, ενώ ξεκινάει ένα γαϊτανάκι, ένα ντόμινο που επηρεάζει τους πάντες.
Βεβαίως και τίθεται ζήτημα διακυβέρνησης, το οποίο μπορεί να λυθεί. Υπάρχουν εξάλλου και άλλες προκλήσεις, καθώς η Ευρώπη πρέπει να καταστεί περισσότερο ανταγωνιστική και να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην κατεύθυνση της ανάπτυξης. Έχει ήδη υποβληθεί μια δέσμη προτάσεων, όπως λ.χ. η πρόταση για το φόρο επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών, ο οποίος μπορεί να αποφέρει πόρους που θα διατεθούν υπέρ της πράσινης ανάπτυξης, της παιδείας και των επενδύσεων σε έργα υποδομών.
Θα προωθήσουμε με τον τρόπο αυτό μια πιο ενισχυμένη, θα έλεγα, μορφή του σκανδιναβικού μοντέλου, το οποίο και θεωρώ ιδιαιτέρως βιώσιμο, γιατί επιτυγχάνει ανταγωνιστικότητα, και δη αυξημένη, σε συνδυασμό με κοινωνική συνοχή και επενδύσεις σε εκπαίδευση και ποιότητα. Θα προσέθετα στο σημείο αυτό ότι ενισχύει επίσης και τον παράγοντα «ευτυχία», τον οποίο και θεωρώ έναν από τους βασικούς παράγοντες που θα πρέπει να αποζητούμε και ο οποίος είναι πιο αυξημένος στις χώρες που συνδυάζουν τα ανωτέρω.
Μια τελευταία επισήμανση, επιτρέψτε μου, ως απόρροια της εμπειρίας μου, καθώς βιώσαμε αυτή την καταιγίδα, την οποία πάντως ακόμα ζούμε και της οποίας είμαστε κομμάτι στην Ελλάδα, δεδομένων των Μέσων Ενημέρωσης και των αγορών, αλλά και των ταχυτήτων με τις οποίες κινούνται. Πολύ εύκολα σήμερα οι φήμες εξαπλώνονται και επικρατούν στα Μέσα και στις αγορές και, μάλιστα, αυτός ο κανόνας ξεπερνά τις πολιτικές μας δυνατότητες να αντιδράσουμε, να επεξεργαστούμε και να ρίξουμε μια κριτική ματιά στα όσα λέγονται και γράφονται.
Τις επιπτώσεις, τις βλέπουμε καθημερινά. Το γεγονός ότι, καθημερινά, κάθε αναλυτής ανά την υφήλιο δηλώνει «ειδικός» περί της Ελλάδας και προχωρεί σε προβλέψεις σχετικά με το αν πτωχεύουμε ή όχι, ή αν χρειάζεται να προχωρήσουμε σε αναδιάρθρωση ή όχι, καθώς και το γεγονός ότι όλα αυτά απασχολούν καθημερινώς, όπως δείχνουν και οι τίτλοι στον Τύπο, τον ελληνικό και όχι μόνο, αλλά και τα μπλόγκς και το Διαδίκτυο εν γένει, δεν βοηθούν ιδιαιτέρως τις τεράστιες προσπάθειες που καταβάλλει ο Ελληνικός λαός, νυχθημερόν, ας μου επιτραπεί να πω, διότι μιλούμε για θυσίες του λαού, οι οποίες αλλάζουν τη χώρα.
Οπότε, έρχονται φορές που λέω, «σας παρακαλούμε, αφήστε μας ήσυχους». Έχουμε επίγνωση του γεγονότος ότι αντιμετωπίζουμε προβλήματα. Αλλάζουμε την Ελλάδα. Η Ελλάδα αλλάζει. Θα τα καταφέρουμε να μείνουμε σε ορθή πορεία. Θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται. Αφήστε μας λοιπόν ήσυχους ώστε να μπορέσουμε να βγάλουμε την Ελλάδα από την κρίση, πράγμα το οποίο και κάνουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια: